- καραντίνα
- quarantaine
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καραντίνα — η (λ. ιταλ.), υγειονομική κάθαρση: Στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης περάσαμε από καραντίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καραντίνα — η 1. υγειονομική κάθαρση, διάρκειας συν. 40 ημερών, δηλ. αστυνομικό μέτρο που συνίσταται στην προληπτική απομόνωση ατόμων, ζώων, εμπορευμάτων, πλοίων ή διαφόρων χώρων 2. ναυτ. σήμα σε πλοίο που βρίσκεται σε υγειονομική κάθαρση 3. μτφ. αποκλεισμός … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
λοιμοκαθαρτήριο — το εγκατάσταση στην οποία πραγματοποιείται η απομόνωση ατόμων που είναι ύποπτα ότι ήλθαν σε επαφή με πάσχοντες από μεταδοτικά νοσήματα και όπου υφίστανται ενδεχομένως τη λεγόμενη καραντίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + καθαρτήριο (< καθαιρώ). Η λ.… … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek